- σύνεξ
- Aέξι μαζί.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἕξ «έξι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύμπεντε — Α (αριθμτ. επίθ.) ανά πέντε, κατά πεντάδες («σύμπεντε καὶ σύνεξ τριηραρχοῡντες ἀνήλισκον τὴν πόλιν», Υπερείδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πέντε] … Dictionary of Greek